- ψευδαργυρούχος
- -α, -ο, Ν(για μέταλλα ή πετρώματα) αυτός που περιέχει ψευδάργυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδάργυρος + -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδαργυρούχος — α, ο αυτός που περιέχει ψευδάργυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)